ὑψωμένοι

ὑψωμένοι
ὑ̱ψωμένοι , ὑψόω
lift high
perf part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυώνυμος — η, ο / πολυώνυμος, ον, και ποιητ. τ. πουλυώνυμος, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλά ονόματα 2. αυτός που έχει μεγάλο όνομα, φήμη, ονομαστός, περίφημος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολυώνυμο α) μαθημ. αλγεβρική παράσταση που σχηματίζεται από σταθερές… …   Dictionary of Greek

  • Αθάνιο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 191 κάτ.) της Λευκάδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Απολλωνίων. Απλώνεται στις δυτικές πλαγιές του βουνού Λευκάτα. Μέχρι το 1998 ήταν έδρα της ομώνυμης κοινότητας, που εκτεινόταν σε όλη την περιοχή του Λευκάτα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”